Απ’ έξω τα ξύλα, φυλαγμένα κάτω απ’ το μπαλκόνι οι κλάρες και τα κούτσουρα , τοποθετημένα με σειρά έτοιμα για χρήση.
Το τζάκι στο σπίτι σιγόκαιγε κι ο καπνός απ’ τα καμένα ξύλα αρωμάτιζε με εξαιρετική επιμέλεια τον αέρα του πρωινού. Σε λίγο κάτι νόστιμο θα έβγαινε απ’ τη δεροστιά για να χορτάσει την πρωινή μας πείνα.
Αριστερά μας το μικρό δρομάκι που ανέβαινε στη ράχη ανάμεσα στις πουρνάρες. Δεξιά η αχυρώνα φτιαγμένη κι αυτή από ξύλο πλάτανου σε οριζόντια σανίδια στηριγμένα σε κάθετα δοκάρια που σχημάτιζαν το σκελετό της κατασκευής. Δίπλα η πουρνάρα που έδενε η γιαγιά τη γαϊδούρα. Μια πουρνάρα που ο κορμός της έκανε μια καμπούρα και μετά ανέβαινε δίνοντας τη μορφή της γκαμήλας. Εκεί δέναμε τριχιές και φτιάχναμε αυτοσχέδιες κούνιες τρώγοντας άπειρες τούμπες και συνεπακόλουθο ξύλο απ’ τη γιαγιά. Και το όριο της επικράτειας αυτής ήταν το αυλάκι. Το αυλάκι σκαμμένο στο χώμα πέρναγε απ’ τη μεριά εκείνη της αυλής που το έδαφός της ήταν φτιαγμένο από μαλακιά κίτρινη πέτρα που έφτιαχνε μικρές νεροφαγιές και καταρράκτες, πέρναγε με ορμή δίπλα στην πουρνάρα και κυλούσε πιο ήρεμα όταν έπιανε το ίσωμα μέχρι που ξαναέπαιρνε τον απότομο κατήφορο έκανε ένα εντυπωσιακό καταρράκτη πάνω απ’ τον δέντρο που ήταν τυλιγμένος με κισσό και κατηφόριζε για να ποτίσει τα κήπια που το περίμεναν διψασμένα.
Η πλαγιά απ’ τα αριστερά με τα κήπια σε ώριμη καλλιεργητική φάση με τις φασολιές ψηλές φουντωτές στηριγμένες στα παλούκια που ήταν καρφωμένα στο πλάι τους, με τα λβιά να κρέμονται στις άκρες έτοιμα για μάζεμα. Οι λιγοστές ντοματιές οι κολοκυθιές τα κρεμμύδια ένα πράσινο σύνολο και από κάτω οι πατατιές, με τις πεντανόστιμες πατάτες που όπως και να τις μαγείρευε η γιαγιά έμεναν στη γευστική ανάμνηση με αξεπέραστη μέχρι τώρα δύναμη. Ανάμεσα μερικά δέντρα νταουσανιές και κερασιές, και πιο δίπλα πάνω από τη βρύση τεράστιες καρυδιές σκεπάζουν με τον ίσκιο τους όλη τη στράτα προς τη βρύση.