Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Από μακριά..

Ας γυρίσουμε όμως στο ποτάμι που κατηφόριζε πίσω από την Ψηλόραχη και κάτω απ’ τη Συκιά, κι αφού τέλειωνε ο λόφος απ’ τον Πυργάκι προς τα Ισιώματα το κομμάτι της ποταμιάς  που βρίσκονταν στο Κονιακίτικο, γίνονταν πια ορατό απ’ το χωριό και το βλέπαμε σε λίγα μέρη που κυλούσε στην ήρεμη κοίτη του βρέχοντας στα ριζά τη Γκιώνα, εκεί που απότομη θεόρατη απειλητική υψωνόταν μέχρι τα σύννεφα. Από την άλλη μεριά χάιδευε τις πλαγιές των Βαρδουσίων καθώς αυτές κατέβαιναν πιο ήμερες, λιγότερο απότομες, από τις δικές τους ψηλές κορφές, τις πλαγιές τους σε μια απ’ αυτές ακούμπαγε απάνω της το χωριό με τις στράτες που έφευγαν προς όλες τις κατευθύνσεις και προς το ποτάμι εκεί χαμηλά. Το ποτάμι που φαίνονταν απ’ το χωριό σε πολύ λίγα σημεία της διαδρομής του, κι όμως το ξέραμε ότι υπάρχει σαν το περνάγαμε ερχόμενοι και πηγαίνοντας  προς το Λιδορίκι κι από τα πυκνά πλατάνια που ακολουθούσαν κι αυτά το σκιερό του δρόμο σαν κατηφόριζε για το Βελούχι κι από κει στο Στενό κι ύστερα έφευγε από μας και πήγαινε στη θάλασσα.
Το ποτάμι μέρος μυθικό που το συνόδευαν θρυλικές ιστορίες από τους μεγαλύτερους. Μέναμε με το στόμα ανοιχτό καθώς ακούγαμε για το ψάρεμα με τα χέρια για τις μεγάλες μπαρούκες για τα ψηλά βράχια που τις προστάτευαν και τις έκαναν κατάλληλες για κολύμπι και δύσκολες για ψάρεμα, για τα μεγάλα βότσαλα που έχτιζαν την κοίτη και το πόσο δύσκολο είναι να περπατάς επάνω τους, για τις νεροφίδες και τα ζουλάπια που κατέβαιναν για να πιούν νερό και τόσα ακόμη.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Η επόμενη πρόκληση...

Σαν έπεφτε το βλέμμα χαμηλά στο χωριό, συναντιόταν και με το ποτάμι εκεί κάτω μακριά στη ρίζα της Γκιώνας, φαίνονταν μικρό σαν μια γαλάζια πινελιά στα κιτρινοπράσινα φύλλα που έδειχναν να το προστατεύουν. Κι έτσι το βλέπαμε σαν ξυπνάγαμε το πρωί, απ’ το μπαλκόνι, όσο περιμέναμε και κοιτάζαμε να δούμε αν ξύπνησαν οι φίλοι και συνοδοιπόροι του καλοκαιριού για να ανταμώσουμε στην πλατεία. Ξυπνάγαμε το πρωί κι ακούγαμε τον ήχο απ’ τα κουδούνια που φόραγαν τα ζυγούρια καθώς οι «ζυγουρολόγοι»  τα πήγαιναν να βοσκήσουν και πέρναγαν ανάμεσα στα σοκάκια. Ξυπνάγαμε κι οι μυρουδιές απ’ τα τζάκια γέμιζαν το χωριό κι αυτές για λίγο μέχρι που έφευγαν κι οι μεγάλοι για τις δουλειές τους στα χωράφια. Κι όσο περιμέναμε κι η μέρα γέμιζε το βλέμμα δεν ξεκόλλαγε απ’ το ποτάμι, προορισμός δελεαστικός, εμπειρία που περίμενε να αποκτηθεί.  
Το ποτάμι ξεκίναγε από ψηλά από την Καταβόθρα, έτσι μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, και πέρναγε από ένα δύσβατο φαράγγι απ’ τη μια μεριά ήταν οι κατάφυτες πλαγιές της Καταβόθρας κι απ’ την άλλη η Γκιώνα με την απότομη πλαγιά της την «Κακιά Σάρα», απ’ όπου το πέρασμα των οδοιπόρων ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Η γιαγιά κάθε φορά που μας διηγιόταν την επιστροφή της από τα χωριά της Καταβόθρας όταν πήγαινε να φέρει γεννήματα, μας περιέγραφε πως αναγκάζονταν να περάσει σχεδόν έρποντας από το δύσβατο εκείνο πέρασμα και η διήγησή της έφτιαχνε στο μυαλό μας άπειρες εικόνες από ζώα που γκρεμίζονταν, από ανθρώπους πιασμένους από πέτρες και κλαδιά, και μας έφερνε ένα διάχυτο φόβο σα φέρναμε τον εαυτό μας στη θέση της.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Στο Ποτάμι..

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Η επιστροφή...

Τα βασιλέματα πήραν να κυλούν στη Γκιώνα και ο δρόμος της επιστροφής είχε αρχίσει να μετριέται με τα αργά τεμπέλικα βήματα του γυρισμού. Τα γέλια τα πειράγματα, συνέχιζαν αμείωτα να κρατούν τη συντροφιά σε μεγάλο κέφι. Κοντοστάθηκα λίγο καθώς αφήναμε το δάσος και κατηφορίζαμε να ρίξω μια τελευταία ματιά στον προορισμό που τον τελευταίο καιρό αποτελούσε μια εμμονή. Μια ακόμη επιθυμία είχε εκπληρωθεί και αισθανόμουν πως κατάκτησα μια ακόμη σπουδαία εμπειρία. Κι ήταν έτσι ακριβώς όταν πολλά χρόνια μετά όσες φορές ξαναβρέθηκα στο μέρος εκείνο ένοιωθα την ίδια συγκίνηση που είχα πρωτονοιώσει όταν με την καλοκαιριάτικη συντροφιά στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα.
Και καθώς το χωριό πλησίαζε η προοπτική για μια νέα περιπέτεια φώτιζε τη σκέψη και όλες οι πιθανές διαδρομές είτε σαν εκδρομή είτε σαν βόλτα άρχισαν να φτερουγίζουν και να συνωστίζονται προσπαθώντας να κερδίσουν μια μπροστινή θέση στον προγραμματισμό των επόμενων ημερών. Τώρα θα πρέπει να συμμαζέψουμε τις σκόρπιες εντυπώσεις από την όμορφη εκδρομή και να τις τοποθετήσουμε στα σπουδαία μας κατορθώματα που θα συνόδευαν το υπόλοιπο του καλοκαιριού και θα μας έδιναν εκείνη την γλυκιά νοσταλγία στη χειμωνιάτικη πόλη όταν η ρουτίνα της κάθε μέρας θα έκανε τα πάντα να μοιάζουν γκρίζα. H είσοδος στο χωριό από την κάτω βρύση και το ανέβασμα στην πλατεία ήταν η τελευταία πράξη που σφράγιζε την ημέρα εκείνη. Ο καπνός απ’ τα τζάκια υπενθύμιζε σε όλους μας πως η κούραση της μέρας εύρισκε την απαντοχή της κι η ανάσα ξεκούρασης για μια ακόμη βραδιά έρχονταν καθώς το σκοτάδι έπεφτε βαθύ και τα αστέρια γέμιζαν τον ουρανό τη μαρμαρυγή τους.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Η εκδρομή συνεχίζεται..

Ας γυρίσουμε όμως στη χαρούμενη συντροφιά της Κρύας Βρύσης όπου οι εκδρομείς μαζεμένοι όλοι τριγύρω από το τραπεζομάντηλο που σκέπαζε το γρασίδι είχαν ξαπλώσει στο πλάι ή είχαν καθίσει σε πέτρες σιγοτρώγοντας, σιγοπίνοντας και σιγοτραγουδώντας, κι όταν σταμάταγε το τραγούδι άρχιζαν τα χωρατά με αρχηγό τον Νικόλα που τα αστεία του έφερναν γέλιο τρανταχτό στους μεγάλους, κι από κοντά κι εμείς άσχετα αν καταλαβαίναμε ή όχι τα αστεία. Η μέρα κυλούσε, το κοντοσούβλι ψηνόταν, το κρασί έτρεχε, οι μεγαλύτεροι συνέχιζαν κι εμείς σε μια μικρή παρέα κινήσαμε στον ανήφορο ανάμεσα στα έλατα να εξερευνήσουμε το δάσος, και να βρούμε ένα ξέφωτο να αγναντέψουμε, να προσδιορίσουμε τη θέση μας σε σχέση με το χωριό και τους υπόλοιπους. Ο δρόμος γεμάτος χαμόκλαδα και φτέρες και τις ξερές βελόνες τα ελατόφυλλα, η μυρουδιά του ψητού έρχονταν ακόμη ασθενής και οι φωνές και τα γέλια ξεθώριαζαν καθώς ξεμακραίναμε. Δυό στροφές πιο πέρα ένα ξέφωτο στρωμένο με γρασίδι και φτέρες μια εικόνα ένας πίνακας ενός καλλιτέχνη με μαγικές ικανότητες και απέναντι σταχτής και γαλάζιος ο επιβλητικός όγκος της Γκιώνας με την απόκρημνη μεριά του να έρχεται βορινά και να ακουμπάει στην Οίτη, την καταβόθρα, το ήμερο εκείνο, κατάφυτο με έλατα βελανιδιές και πουρνάρια βουνό που ήταν πρόκληση στο βλέμμα. Βαθιά κάτω καθώς τα έλατα κατηφόριζαν με μια σειρά πλατάνια ανάμεσά τους που έδειχναν την πορεία του νερού, που χώριζε τα δυό βουνά, το ποτάμι κυλούσε ήρεμα τα καλοκαιριάτικα νερά του καθώς έπαιρνε το δρόμο για την Ναύπακτο.
Γυρίσαμε πίσω κάτσαμε κι εμείς γύρω απ’ το μεσημεριάτικο υπαίθριο γεύμα, όπου γευτήκαμε την πραγματική γεύση της ζωής, κι ύστερα όταν αποκαμωμένοι οι πιο πολλοί έγειραν να πάρουν έναν ύπνο γλυκό γείραμε κι εμείς αφήνοντας το βλέμμα να τρέχει εκεί ψηλά ανάμεσα απ’ τα κλαδιά που μισοάφηναν τον ήλιο να περνά κάτω κρατώντας μια δροσούλα που την έκανε ακόμη πιο όμορφη το βοριαδάκι που γλίστραγε στα μεγάλα δέντρα ανάμεσα. Οι λίγοι που δεν ήθελαν να κοιμηθούν πήραν το δρόμο για το Φτερλάκωμα και οι φωνές και τα γέλια τους εξασθενούσαν και χάνονταν καθώς απομακρύνονταν.
Σαν άρχιζε ο ήλιος να κατηφορίζει προς τις κορφές των Βαρδουσίων κι η μέρα άρχιζε να σώνεται, η χαρούμενη συντροφιά άρχιζε σιγά σιγά να μαζεύει τα απομεινάρια της εκδρομής να τα τοποθετεί στις μαρούδες , να ταχτοποιεί τα απομεινάρια της φωτιάς, ρίχνοντας νερό στα τελευταία αποκαΐδια,  και πήρε τον κατήφορο αφήνοντας πίσω την Κρύα Βρύση.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Στον Μιλτιάδη.....

Απομεσήμερο, μεσοκαλόκαιρο η μικρή συντροφιά μαζεύτηκε στην Υψωμένη Πουρνάρα έχοντας αποφασίσει από το πρωί να ταξιδέψει είτε προς τον Πόρο είτε προς το Γεροσάκο και μετά στη Μελίστρα και ίσως στο Παλιόρογκο εκεί που θα βρίσκαμε τους γιδάρηδες να μαζεύουν στη στρούγκα τα γίδια που κατέβαιναν απ’ τον Αγριοκαπνό και να πάρουν το λίγο γάλα που είχαν. Οι διαβουλεύσεις κράταγαν αρκετή ώρα, κι εκεί ξαπλωμένοι στον αραιό ίσκιο του ψηλού δέντρου που μας φιλοξενούσε στις ρίζες του, βλέπαμε τους μικρότερους να κάνουν τσουλήθρα στην κυλίστρα που κατέβαινε απ’ το σπίτι της Χάιδως προς το Πέτρινο Αλώνι, εκεί μπροστά μας και τους χαζεύαμε για τη δεξιοτεχνία τους.  
Ο Μίλτος εμφανίσθηκε στο Λιαρέικο Αλώνι κατεβαίνοντας από το Πραγκέικο γιούρτι με τη μαρούδα του κρεμασμένη στον ώμο, ψηλός γεροδεμένος, μαυριδερός με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή, αγριωπός μας πλησίασε. Έφερε το βλέμμα τριγύρω να δει ποιοι είμαστε πριν αποφασίσει να απαγγείλει το κατηγορητήριο. Ήταν η εποχή που ασκούσε εξουσία ως βοηθός αυλακιάρης και μπαινόβγαινε στα γιούρτια για να κάνει τη δουλειά του. Με το βλοσυρό του βλέμμα μας κοίταξε και μας ανακοίνωσε ότι κάποιος ή κάποιοι κλέβανε μήλα απ’ τις μηλιές της Πράγκενας. Αφού περίμενε κάμποση ώρα κι αφού δεν απαντάγαμε, ενοχοποίησε όσους από μας ζούσαμε στην απάνω γειτονιά. Κι αφού μας φοβέρισε άλλη τόση ώρα στολίζοντάς μας, στη συνέχεια στρογγυλοκάθισε δίπλα μας, στο πρόσωπο του εμφανίσθηκε το αγαθό του χαμόγελο, έβγαλε απ’ τη μαρούδα του ολόφρεσκα λαχταριστά μήλα απ’ τον κήπο της θειάς τα οποία είχε "κατά λάθος" πάρει την ώρα που πέρναγε από κει, μας τα μοίρασε και απολαύσαμε το δυσεύρετο φρούτο τα χρόνια εκείνα. Θα σε θυμόμαστε πάντα με το πληθωρικό σου παρουσιαστικό την μεγάλη σου δύναμη και την αγαθή σου καρδιά.
Καλό σου ταξίδι φίλε Μίλτο...    

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Καθώς περνά η μέρα..

Απλώνονταν στο γρασίδι και στις φτέρες τραπεζομάντηλα, καθαρά πολύχρωμα και άσπρα, και οι μαρούδες ξεφόρτωναν το περιεχόμενο τους. Οι μυρουδιές με πιο έντονη εκείνη του τυριού απλώνονταν στην ατμόσφαιρα, και το κρασί το κόκκινο Κονιακίτικο κρασί απ’ τα γκοσμάδια με την ελαφρά γλυκιά του γεύση και τη σπιρτάδα απ’ το ρετσίνι απ’ τα έλατα έμπλεκε την ευχάριστη μυρουδιά του με τις υπόλοιπες και έφτιαχνε ένα μίγμα που θα χαρακτήριζε πια κάθε εκδρομή. Δεν θυμάμαι ποιος έβγαλε από ένα χασαπόχαρτο κομμάτια προβατίνας κατάλληλα κομμένα και κάποιος άλλος βρήκε ένα ίσιο ξύλο και το κοντοσούβλι θα περίμενε την θράκα για να ψηθεί και να συμπληρώσει το τραπέζι που άρχιζε με τον ερχομό και θα τέλειωνε με την αναχώρηση.  Δυό τρείς πέτρες μαυρισμένες από παλιότερες θράκες και τοποθετημένες σε ημικύκλιο έδειχναν πως πριν από μας κι άλλοι είχαν φτιάξει ανάλογες ψησταριές κι ίσως είχαν και φωτιές να ζεσταθούν.
Τα παιδικά μας μυαλά έφτιαχναν ιστορίες με φωτιές που ζέσταιναν τις νύχτες όλους εκείνους που ζούσαν μέσα στο δάσος φυλάγοντας τα ζωντανά τους η και ακόμα τους οδοιπόρους που τους έπιανε το σκοτάδι προτού φτάσουν στον προορισμό τους. Μια ανατριχίλα πέρναγε το κορμί στη σκέψη της διανυκτέρευσης σ’ ένα τέτοιο μέρος ανάμεσα στις φωνές των αγριμιών και το φόβο του όντος που βρίσκεται στο έλεος της φύσης.
Οι ιστορίες με τα ξωτικά και τις νεράιδες που μας έλεγαν οι γιαγιάδες με προφανή σκοπό να μας φοβίσουν και να μη γυρνάμε άσκοπα τα βράδια στις ερημιές, έπαιρναν μορφή στη σκέψη και συνδύαζαν τα ευρήματα όπως αυτό της φωτιάς και η παιδική φαντασία έτρεχε φτιάχνοντας ιστορίες. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να ασχοληθούμε και με τα ξωτικά και να μάθουμε όλα εκείνα τα μαγικά που θα μας έκαναν άτρωτους στην τυχαία επαφή μαζί τους. Προς το παρόν ευχόμαστε να μη μας συμβεί.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Στην πηγή..

Οι τεράστιοι κορμοί που ανέβαιναν κάθετοι στον ουρανό φιλοξενούσαν τις πράσινες περικοκλάδες που παρασιτούσαν στον κορμό τους και τις έλεγαν «μελά» και έκαναν περίπλοκα σχήματα εκεί στα ουράνια, όπου φιλοξενούσαν τα χαριτωμένα σκιουράκια, τις βερβέρες, που σαν άκουγαν ανθρώπινη  παρουσία πήδαγαν από κλαρί σε κλαρί προσφέροντας στα έκπληκτα μάτια μας ένα σπάνιο θέαμα, μιάς φουντωτής ουράς που χανόταν στα ελατόκλαρα. Το δάσος σιγά σιγά αποκαλύπτονταν σε όλη του την ομορφιά και μας φανέρωνε μυστικά που ούτε να τα φανταστούμε δεν μπορούσαμε. Ηδη η απόφασή μας είχε πλήρως δικαιωθεί και δεν έμενε παρά το δεύτερο κομμάτι που ήταν η ίδια η εκδρομή.   
Οι μεγαλύτεροι πήραν να ανεβαίνουν στην όχθη του νερού που κατέβαινε απότομα σαν μικρός καταρράκτης για να φτάσουν στην πηγή πιανόντουσαν από τα κλαριά των πλατάνων που τεράστιοι φύτρωναν στις όχθες σκεπάζοντας το δρόμο του νερού και σκόρπιζαν την μυρουδιά τους στην πλαγιά, μια μυρουδιά που έδενε αρμονικά με τη μυρουδιά των έλατων, κι από τις τεράστιες κοτρώνες που γυαλισμένες από το χάδι του νερού που έτρεχε αιώνες τώρα έδιναν πρόσβαση για το σκαρφάλωμα. Εμείς ήταν αδύνατο να σκαρφαλώσουμε από τη μεριά εκείνη κι έτσι υποχρεωθήκαμε να επιστρέψουμε πίσω εκεί που το δάσος ξεκίναγε και να πάρουμε άλλη στράτα η οποία με ελαφρά ανηφορική κλίση θα μας έπαιρνε σε πιο στρωτό δρόμο, κι ανάμεσα από τα δέντρα θα φτάναμε όπως και έγινε με ασφάλεια στην πηγή. Αχόρταγο το βλέμμα έψαχνε τριγύρω μα πιο πολύ θαύμαζε αυτή τη σύνθεση της φύσης που τη σχημάτιζε το παγωμένο νερό που ανάβλυζε μέσα από τη γη. Η σκέψη προσπαθούσε να βρει μια άκρη μια δικαιολογία πως αυτό το φαινόμενο αυτό το θαύμα μπορεί και γίνεται, και ακούγαμε ένα σωρό ιστορίες από τους μεγαλύτερους, όλες ικανές να μας ερμηνεύσουν πως τα χιόνια του χειμώνα και οι βροχές του φθινόπωρου και της άνοιξης μαζεύονται στα ποτάμια και τις λίμνες που βρίσκονται στα σπλάχνα των βουνών κι από κει όπου βρουν δρόμο βγαίνουν στην επιφάνεια. Έτσι λοιπόν παίρναμε και τις πρώτες μας γεωλογικές γνώσεις, και ικανοποιημένοι περιμέναμε να αρχίσει το εξίσου σημαντικό κομμάτι της εκδρομής.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Στα έλατα..

Περάσαμε στο δίστρατο και μπήκαμε στα έλατα. Το δάσος μπροστά μας, η πύλη του παράδεισου. Οι μυρουδιές των δέντρων οι φωνές των πουλιών που αντηχούσαν παράξενες διαφορετικές από κείνες που ακούγαμε στο χωριό και στα κοντινά μέρη τριγύρω του, οι φωτεινές δέσμες του ήλιου που άρχισε να αφήνει πίσω του τη Γκιώνα, καθώς πέρναγαν στα ελατόκλαρα και φώτιζαν την πρωινή δροσιά που σηκώνονταν απ’ το χώμα φτιάχνοντας όλους τους ιριδισμούς μια πανδαισία, μα πάνω και πέρα απ’ όλα τα ψηλά τα έλατα, επιβλητικά, ανταποκρίνονταν με ένα διακριτικό θρόισμα στο αγκάλιασμα της πρωινής αύρας, που έρχονταν δροσερή απ’ το βοριά, με τα ρούμπαλα που αναρτημένα απ’ τις άκρες των κλαριών κοντά στην κορφή τείνοντας προς τον καθάριο ουρανό το μικρό τους ύψος, έδιναν κι αυτά άπειρους ιριδισμούς καθώς το φως έπεφτε στις παχιές σταγόνες ρετσινιού που τα προστάτευαν. Κι ήταν ένα σημάδι για τους οιωνοσκόπους της εποχής που τους έδινε τη δυνατότητα να προβλέψουν τη βαρύτητα του ερχόμενου χειμώνα όπως μάθαμε αργότερα, όταν μας έλεγαν πως τα έλατα κρατούν ή ρούμπαλα ή χιόνια. Κι ύστερα μάθαμε να κοιτάζουμε πόσα απ’ αυτά υπήρχαν στα έλατα για να βγάλουμε όλο περηφάνια τη δική μας πρόβλεψη για τον χειμώνα που θα έρχονταν. Όταν όμως ερχόταν ο χειμώνας ξεχνάγαμε να συγκρίνουμε τα καλοκαιριάτικα ευρήματά μας και τις προβλέψεις μας με την πραγματικότητα που θα επαλήθευε ή θα διέψευδε την πρόγνωση.
Έχοντας περπατήσει αρκετά μέσα στο δάσος έχοντας αρχίσει πια να εξοικειωνόμαστε εμείς ιδιαίτερα οι μικρότεροι, με τη μαγική αυτή με την πρωτόγνωρη εμπειρία που ζούσαμε αρχίσαμε να διώχνουμε το φόβο που διακατείχε τις παιδικές μας ψυχές μπροστά στο δάσος που για πρώτη φορά περπατούσαμε. Ο δρόμος εύκολος ίσιος χωματένιος με μια κοκκινωπή απόχρωση που άλλαζε χρωματικά στην κίτρινη περπατιόταν χωρίς δυσκολία και καθώς ήταν χαραγμένος στην πλαγιά μας έδινε μια πανώρια θέα προς το ποτάμι που σκεπασμένη η πλαγιά με έλατα κατέβαινε μέχρι κάτω εκεί που έπιανε το μάτι αφήνοντας μερικά ξέφωτα σπάνιας ομορφιάς σκεπασμένα με φτέρες και γρασίδι καλούσαν το βλέμμα να τα επισκεφτεί και την υπόσχεση όταν θα γίνουμε μεγάλοι και δεν θα μας ελέγχει κανείς να τα περπατήσουμε.  

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Πολύ κοντά στην επιθυμία μας...

Η ώρα που θα κάναμε την μικρή μας υπέρβαση έφτανε. Ήμασταν δέκα χρόνων και μπορούσαμε πια να προσκολληθούμε σε παρέα μεγαλύτερων ή αλλιώς μπορούσαν οι μεγαλύτεροι να μας πάρουν μαζί τους χωρίς να θεωρηθεί αγγαρεία για αυτούς μιας και να περπατήσουμε τις αποστάσεις μπορούσαμε και στα φαγητά μας ήμασταν οικονομικοί. Θα παρακολουθούσαμε παράλληλα τις δραστηριότητες των μεγαλύτερων και τον τρόπο που αυτοί περνούσαν την ημέρα στον προορισμό αυτό. Οι περιγραφές με τα σουβλιστά αρνιά το κρασί τις πίτες και ότι άλλο μπορούσε κανείς να κουβαλήσει ενίσχυαν το θρύλο των παλιότερων  εκδρομών στην Κρύα Βρύση και περιμέναμε να δούμε ποιος ξέρει τι, αναλογιζόμενοι αυτά που θρυλούσαν οι μεγαλύτεροι και παλιότεροι εκδρομείς.
Η δική μας φαντασία από τότε που αποφασίζονταν η εκδρομή έφτιαχνε τους δικούς της προορισμούς φέρνονταν και πλάθοντας δέντρα, βρύσες, ρέματα, πουλιά, και το άγνωστο που γέμιζε μαγεία τη σκέψη και μετέτρεπε την προσμονή σε λαχτάρα. Φτιάχναμε εικόνες  στο νου και περιμέναμε την πραγματικότητα να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει ότι έπαιρνε μορφή στα παιδικά μας μυαλά. Και μαζευόμασταν όσοι περισσότεροι μπορούσαμε, και παραβγαίναμε στις περιγραφές εκείνου που φανταζόμασταν, κι όλοι περιμέναμε την ώρα που θα ξεκινούσαμε. Η παρέα των παιδιών που μαζεύονταν για την καλοκαιριάτικη εκδρομή ήταν πέντε ή έξι, κι οι μεγαλύτεροι αρκετά περισσότεροι.
Η αναχώρηση γινόταν απ’ την πλατεία νωρίς το πρωί. Αποβραδίς ετοιμάζαμε τη μαρούδα γεμίζοντάς την με λίγη πίτα, με ένα κομμάτι ψωμί ή μια τυροκουλούρα,  λίγο τυρί τυλιγμένο στην πετσέτα και δυό ντομάτες. Απαραίτητο σαν εξάρτημα εκδρομής ένα τσίγκινο κύπελλο ή ένα σκαλιστό ξύλινο που είχα για να απολαύσουμε το νερό χωρίς να χρειαστεί να σκύβουμε. Καθώς ο ήλιος κατέβαινε απ’ την κλεισούρα προς τα παλιοχώραφα η συντροφιά ξεκίναγε να τον συναντήσει στην Βρωμόγουρνα. Ο δρόμος καλός χωρίς μεγάλες ανηφοριές δεχόταν την χαρούμενη καλοκαιριάτικη συντροφιά που τον περπάταγε με αστεία και στη συνέχεια με τραγούδια στοχεύοντας στα πρώτα έλατα προς την ψηλόραχη. Η Βρωμόγουρνα ήταν ο πρώτος σταθμός.     

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Στην Κρύα Βρύση προς το Φτερλάκωμα..

Το ποδήλατο ξεκουράζεται, η μικρή συντροφιά που έκανε την υπέρβασή της, πηγαίνοντας γιά πρώτη φορά τόσο μακριά, ποζάρει όλο καμάρι στην κοτρώνα. Εκείνος που βγάζει τη φωτογραφία βρισκόταν  σε μιά διαρκή αστεία διαμάχη με τον ένα τον πιό μεγάλο από όλους μας, με φροντίδα όμως για τους υπόλοιπους. Η κοκορομαχία ανάμεσά μας κατέληγε σε μιά "εντριβή" των μαλλιών με τυρί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα και λόγω της περιορισμένης δυνατότητας λουτρού να μυρίζουμε επί μιά βδομάδα τόσο έντονα ώστε να είναι αδύνατη η ενσωμάτωσή μας με τους υπόλοιπους. Από τότε καθιερώθηκε μιά ιδιότυπη καζούρα στις εξορμήσεις μας όπου κάποιος θα υφίστατο εντριβή του κεφαλιού του με εξαιρετικά "μυρωδάτο" τυρί.
Κρύα Βρύση καλοκαίρι του 64 ή του 65..... 

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Στην Κρύα Βρύση..

Περνώντας το βλέμμα στα βορινά ξεκίναγε ο λόγγος απ’ τη Βρωμόγουρνα ανέβαινε την πλαγιά κι έφτανε στα ριζά της κορφής οριοθετώντας την Αλπική ζώνη όπου τα δέντρα σταμάταγαν να σκαρφαλώνουν και το γρασίδι σκέπαζε όλο το τόπο, άφθονο για να θρέψει τα ζωντανά που ξεκαλοκαίριαζαν  στις κορφές. Τα Βαρδούσια χάνονταν στο ύψος τους και στην πλαγιά τους ανάμεσα στα έλατα προς το Κατωχωρίτικο  κρυβόταν  η Κρύα Βρύση. Μέρος μυστηριακό το συνόδευαν τα χρόνια εκείνα που ήμασταν μικρά παιδιά περιγραφές από τους μεγαλύτερους που κέντριζαν το ενδιαφέρον και έκαναν την επιθυμία έντονη να την επισκεφτούμε. Τα παλιοχώραφα απλώνονταν στην πλαγιά πριν απ’ τα έλατα με τα χωράφια να είναι καλά τοιχισμένα με τα δέματα να τα ορίζουν το ένα απ’ το άλλο και τα στάρια να είναι χρυσαφιά μεστωμένα γεμάτα πολύτιμο καρπό. Αραιά και που μυγδαλιές γεμάτες καρπό και τίποτε περισσότερο στον τόπο αυτό. Πηγαίνοντας στο χωράφι της γιαγιάς για να θερίσει, τολμούσαμε να ξεφύγουμε προς το δρόμο που οδηγούσε στη Βρωμόγουρνα και ίσως πιο πέρα ακόμη στη Κρύα Βρύση. Ποτέ όμως δεν τα καταφέρναμε γιατί πάντα μπλέκαμε με τα άλλα παιδιά που στα διπλανά χωράφια βόηθαγαν τους γονείς τους στο έργο τους.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Στη θύμηση τους...

Τρείς απ' τους ανέμελους μικρούς το καλοκαίρι του 1963, που ποζάρουν καμαρωτοί στο ποδήλατο που πορεύεται προς την Κρύα Βρύση και βρίσκεται στο δρόμο απέναντι απ΄τη Βρωμόγουρνα, δεν βρίσκονται πιά ανάμεσά μας. Ηταν όλοι τους ένα κομάτι της καλοκαιρινής παρέας που για πολλά χρόνια αντάμωνε στις πλαγιές που βρίσκεται ο τόπος μας και κανείς τους ποτέ δεν έβγαλε τον Κονιάκο από μέσα του. Θα θυμόμαστε πάντα τους αγαπημένους συνοδοιπόρους των χρόνων της ανεμελιάς. 

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Η ολοκλήρωση του όπλου..

Ένα απ’ τα πρώτα μελήματα σαν φτάναμε στο χωριό στην ηλικία των δέκα χρόνων κι απάνω ήταν να βρούμε και να φτιάξουμε διχάλες περιμένοντας την ώρα που θα αγοράζαμε λάστιχα να φτιάσουμε τα αγαπημένα μας όπλα. Μικροί σαν ήμασταν πριν ανηφορίσουμε για το χωριό ψάχναμε να βρούμε λάστιχα κρυφά απ’ τη μάννα μας όμως κανένα ψιλικατζίδικο στη γειτονιά δεν πούλαγε. Μας έμενε λοιπόν η αγωνία να βρούμε στο Λιδορίκι. Παράλληλα ψάχναμε να βρούμε κάποιο πετσί που θα χρησιμοποιούσαμε για θήκη της πέτρας και συνδετήρες στην ένωση της διχάλας με το λάστιχο. Όλα δυσεύρετα, τίποτε όμως ακατόρθωτο. Κι όταν οι συνεργασίες μας με τους υπόλοιπους μαστόρους έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα το κρέμασμα της σφεντόνας στο λαιμό με τη διχάλα να κρέμεται στο στήθος γέμιζε το παιδικό μας μυαλό περηφάνια και αντλούσαμε την επιβεβαίωση που θέλαμε απ’ τον εαυτό μας και την παρέα. Με τη σφεντόνα έτοιμη η ζωή μας αποκτούσε νόημα, και μείς οντότητα. Η προπόνηση στο σημάδι ξεκινούσε σημαδεύοντας ότι μας χτύπαγε στο μάτι. Γρήγορα αποκτούσαμε  ικανότητα και ξεκίναγε η μεγάλη πρόκληση να κυνηγήσουμε τσιροπούλια. Αργότερα ήρθε κι η εποχή που αποτολμούσαμε και πετροπόλεμο μεταξύ μας χρησιμοποιώντας και τις σφεντόνες μας με άσχημα πολλές φορές αποτελέσματα.
Ο μικρόκοσμος των παιδιών είχε τους δικούς του κώδικες.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Η σφεντόνα.

Όλοι μέσα μας κρύβαμε ένα κυνηγό λίγοι όμως από μας παραμείναμε φανατικοί στη συνήθεια αυτή. Σαν πέρασαν τα χρόνια πολύ λίγοι συνέχισαν να κυνηγούν.
Την πρώτη φορά που συνάντησα τα παιδιά κάτω απ΄τη μουριά με τις σφεντόνες έτοιμες για δράση απέκτησα έντονη την επιθυμία να αποκτήσω και εγώ μία. Θάπρεπε όμως να ξεπεράσω πολλά εμπόδια.
Το φτιάξιμο της διχάλας ήταν από μόνο του μια τέχνη. Η επιλογή του ξύλου, η επιλογή του κλαδιού, το κόψιμο το ξεφλούδισμα το χάραγμα και η επεξεργασία του με τα εξαιρετικά κοφτερά «σουβλιά» που πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήταν τροχισμένες μυτερές λεπίδες ξυρίσματος στα έμπειρα χέρια έκαναν θαύματα, στα άπειρα όμως ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα.  Κι ύστερα τα λάστιχα. Θυμάμαι την δυσκολία να βρούμε το εξαιρετικά πολύτιμο τη εποχή εκείνη υλικό που υπήρχε στα μαγαζιά του Λιδορικίου περιμέναμε όμως όλο αγωνία του πραματευτάδες που έρχονταν και άπλωναν την πραμάτεια τους στο πανηγύρι στο εκκλησάκι στο δημόσιο δρόμο προς τις Βρίζες.  Εκεί τις πιο πολλές φορές βρίσκαμε λάστιχα μαύρα και καμιά φορά και άσπρα που στοίχιζαν λίγες δεκάρες. Πάντα φύλαγα απ’ το ανύπαρκτο χαρτζιλίκι που έφερνα μαζί μου απ’ την Αθήνα λίγες δεκάρες για τους πραματευτάδες στο εκκλησάκι όπου αγόραζα ένα ζευγάρι λάστιχα και αν περίσσευε και καμιά δεκάρα ακόμα κάτι όμορφα σουγιαδάκια που είχαν φιγούρα αλλά δεν έκοβαν σχεδόν ποτέ.

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Οι μουριές..

Υπήρχαν δύο γνωστές μουριές στην ευρύτερη περιοχή του χωριού που την αρχή του καλοκαιριού γέμιζαν τα κλαριά τους με τον μαυριδερό ζουμερό γλυκό καρπό τους, τα συσσωματωμένα σπόρια σε ένα μαλακό σχηματισμό αρκετά ενδιαφέροντα στη γεύση και καθόλου ευκαταφρόνητο στην απόλαυση. Την εποχή εκείνη τίποτε δεν ήταν αμελητέο. Τα παράξενα αυτά φρούτα αποτελούσαν το αγαπημένο φαγητό των πουλιών κάθε είδους που υπήρχε στην περιοχή ακόμα και στα μεγαλόσωμα κοτσύφια και τις κίσσες. Ο ιπτάμενος αυτοί επιδρομείς στις μουριές ήταν το δώρο των μικρών κυνηγών που με τις σφεντόνες τους  έστηναν ενέδρες κάτω απ’ τα δέντρα καλυμμένοι απ’ τον μεσημεριάτικο ήλιο και περιμένοντας τα φτερωτά θηράματα να πλησιάσουν για το φαγητό τους.
Η μια απ’ αυτές ήταν στο κάτω μέρος του χωριού στο σπίτι του «Κανέλη» και η άλλη στη «Ρεματιά». Δεν θυμάμαι αν υπήρχαν αλλού. Εκείνη που ήταν στο χωριό μάζευε πολλούς πιτσιρικάδες με μικρές διαφορές στην ηλικία αλλά με μεγάλες διαφορές στην κυνηγητική εμπειρία.  Τα μαθήματα είχαν την τιμητική τους και οι συμμορίες χωρίζονταν σε δάσκαλους και μαθητές. Μέχρι να τελειώσουν τα μούρα όλοι είχαν αποκτήσει την εμπειρία τους, εξαιρετικά χρήσιμη για τις εποχές των άλλων φρούτων όπως ήταν τα αχλάδια τα σύκα τα σταφύλια. Η άλλη μουριά ήταν στη ρεματιά. Εκεί πήγαιναν οι μεγαλύτεροι μιας και είχαν μεγαλύτερη ελευθερία απ’ τους μικρότερους και κάναν καλύτερο κυνήγι. Μαζί βέβαια με τα πουλιά που κυνήγαγαν πάντα έφερναν και λίγα καλαμπόκια απ’ τα κοντινά χωράφια. Σαν είμαστε μικροί τους ζηλεύαμε και σαν μεγαλώσαμε μας ζήλευαν οι μικρότεροι. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 70 εμφανίστηκαν και τα πρώτα αεροβόλα που άλλαξαν δραματικά τις κυνηγητικές συνθήκες στην ομάδα των μικρών κυνηγών.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Λίγο πριν τον ύπνο..

Μένοντας εκστατικοί στοχαστές  όση ώρα θα χρειάζονταν μέχρι να σκεπαστούμε τη σκληρή κουβέρτα και να κλείσουμε τα μάτια κάναμε ανώδυνες σκέψεις για το αύριο αποφεύγοντας την υπαρξιακή αγωνία που πάντα πρόβαλε αμείλικτη σαν σκεφτόταν κανείς πόσο ασήμαντος είναι σ’ αυτό που βλέπει τριγύρω του.  Τα τριζόνια, τα νυχτοπούλια, τα ζώα του σπιτιού το ελαφρύ αεράκι με το θρόισμα που ξεσήκωνε, οι γλυκές μυρουδιές το δροσερό  χάδι που ανασήκωνε τις τρίχες του κορμιού, η γλυκιά κούραση της ημέρας, οι φευγαλέες σκέψεις η γλυκιά προσμονή του αύριο σχημάτιζαν ένα σύνολο μπερδεμένο με μια γλυκιά γεύση που ξεμπερδευόταν με τον ύπνο που σαν τον γόρδιο δεσμό λυνόταν με τον ερχομό του. Ποια έννοια μπορούσε να παρασύρει τα παιδικά μυαλά στην ξαγρύπνια; Αργούσε ακόμα η εποχή που το γλυκό αίσθημα της αγάπης θα έφερνε τις πρώτες ξαγρύπνιες, κι ακόμα πιο πολύ αργούσε η ώρα που οι ευθύνες και οι ανάγκες της ζωής θα έκοβαν την ξενοιασιά που περίσσια προσφέρονταν σήμερα στην αγκαλιά του χωριού που μας χάριζε απλόχερα όσα ένα παιδί θα λαχταρούσε.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Η νύχτα..

Οι νύχτες με φεγγάρι οι νύχτες χωρίς αυτό οι νύχτες που σαν πέρναγαν οι ώρες και υποχωρούσε η ανθρώπινη παρουσία έπαιρνε τη θέση της ένας άλλος κόσμος, και οι  φωνές και οι ήχοι της νύχτας άλλαζαν συνθέτη και στη ορχήστρα αυτή συμμετείχαν όλα εκείνα τα ζωάκια και τα ζωύφια που περίμεναν την κούραση των ανθρώπων και την απόσυρσή τους για να καταλάβουν εκείνα το ζωτικό τους χώρο και να αρχίσουν το δικό τους κύκλο, που θα τέλειωνε το ξημέρωμα καθώς οι άνθρωποι θα ξεκίναγαν πάλι διώχνοντας με την παρουσία τους  τους βραδινούς .
Η νύχτα σκόρπιζε ένα γαλήνιο απόκοσμο σκέπασμα, αφήνοντας να διαγράφεται το περίγραμμα των δέντρων και των σπιτιών κάτω από τη μαρμαρυγή άπειρων αστεριών που θάμπωναν το βλέμμα στην απόκοσμη απόμακρη, μυστηριακή θέση τους. Μικρά μόρια στο απέραντο, μικρά μόρια κι εμείς μιας εφήμερης διαδρομής που το μόνο που χάριζε ήταν η γνώση η διαχρονική, ένα απειροελάχιστο λιθαράκι που θα μεταφέρονταν στις επόμενες εφήμερες διαδρομές που θα τη χρησιμοποιούσαν για την καλύτερη αντιμετώπιση του άγνωστου.

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Σαν έγερνε η νύχτα!!!

Τα μαγαζιά του Νίκου του «Τζελάκη» και του μπάρμπα Γιώργη του «Κόγκα»  είχαν αναμμένα τα «λουξ» και γέμιζαν με φως το χώρο και την πλατεία, και δέχονταν τους πρώτους επισκέπτες τους. Η ζωή στο χωριό έμπαινε στους νυχτερινούς ρυθμούς με το σκοτεινό πέπλο να σκεπάζει απαλά κάθε σπίτι αφήνοντας το λύχνο  και σπανιότερα τη λάμπα του πετρελαίου να δίνουν μικρά αναιμικά φωτεινά κύματα που τα επηρέαζαν ακόμα κι οι ανάσες εκείνων που φώτιζαν. Το μικρό αυτό φως δυνάμωνε απ’ τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι απ’ τις κλάρες κάτω απ’ τη δεροστιά πάνω στην οποία το μαυροτσούκαλο μαγείρευε το φτωχικό βραδινό δείπνο. Σαν τέλειωνε το μαγείρεμα κι η φωτιά ασθενούσε το μισοσκόταδο που άφηνε ο λύχνος επέτρεπε την τελευταία λειτουργία γύρω απ’ το σοφρά και τα μικρά χειροποίητα σκαμνάκια που τον πλαισίωναν τη λαίμαργη απόλαυση του φτωχικού, κι ύστερα έξοδος στο μπαλκόνι. 

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Επιστροφή στο χωριό...

Ξαπλώσαμε κι οι τρείς στο γρασίδι πειράζοντας ο ένας τον άλλο και τρώγοντας τσάγαλα που δεν έλεγαν να τελειώσουν κι αποφασίζοντας ποιές διαδρομές θα έπρεπε να κάνουμε και με τι στόχους. Ο πιο πρόσφορος στόχος ήταν να αρματωθούμε τις σφεντόνες και να διατρέξουμε την ανηφόρα προς το Πυργάκι και από κει ράχη ράχη, κυνηγώντας πουλιά να ανέβουμε στην Ψηλόραχη κι από κει θα αποφασίζαμε. Ορίσαμε τις ημερομηνίες και πήραμε τον ανήφορο προς το χωριό. Τα βασιλέματα είχαν αρχίσει να κυλούν κι η επιστροφή θα συνέπιπτε με τον ερχομό της νύχτας.
Η ανηφόρα δεν είχε ιδιαίτερη δυσκολία μιας κι η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Η στράτα φαρδιά, καλά πατημένη ανηφόριζε, κι απ’ τις μικρότερες παράπλευρες στράτες συνέρρεαν κεντρικά κι άλλοι που είχαν την ίδια πορεία επιστροφής. Ανάμεσά τους κι άλλοι φίλοι μας και κορίτσια που με τα μικρά κοπάδια με τα «μανάρια» τους, με τα ζυγούρια τους επέστεφαν κι εκείνα από τα μέρη που τα βοσκούσαν. Ένας πολύβουος σχηματισμός ανηφόριζε και λίγο πριν την εκκλησία γίνονταν παρέες πιο συμπαγείς από κείνους που φοβόντουσαν κι εκείνους που δεν φοβόντουσαν. Απ’ την εκκλησία κι επάνω οι συντροφιές χώριζαν τραβώντας ο καθένας το δρόμο του. Οι τρείς μας ανεβήκαμε στην πλατεία όπου όσοι είχαν μείνει πίσω στο χωριό ήδη τέλειωναν την ποδοσφαιρική τους αναμέτρηση σηκώνοντας άπειρη σκόνη απ’ το χώμα της πλατείας.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Τσ' Αμπούλους..

Αποφασίσαμε να περπατήσουμε ανάμεσα στ΄αμπέλια βρίσκοντας διόδους μυστικές που τις ήξεραν οι ιδιοκτήτες και τις ανακαλύπταμε κι εμείς με τη σειρά μας. Πίσω μας τα ίχνη από τα φλούδια ήταν ο μίτος της Αριάδνης για όποιον θα ήθελε να μας ψάξει αλλά τι μας ένοιαζε. Εμείς συνεχίζαμε αμέριμνοι να κατεβαίνουμε να περνάμε φράχτες, να πηδάμε μάντρες να απολαμβάνουμε τα μύγδαλά μας και το καλοκαιριάτικο απόγευμα. Κάποια στιγμή περνώντας και το τελευταίο αμπέλι μπροστά μας ανοίγονταν τα τριφυλλοχώραφα που ήταν το κατώτερο όριο πριν απ’ το ρέμα που ξεκίναγε απ’ τσ’ Αμπούλους και κατέβαινε στη Ρεματιά στις Φακές στο ποτάμι. Ανάμεσα στα χωράφια ένας όχθος οδηγούσε στις πηγές που βρίσκονταν στην άκρη στην καταπράσινη λάκα με τον τεράστιο γέρικο πλάτανο στη μέση του το λόφο που σηκωνόταν κατάφυτος στα ανατολικά με τη στράτα πάνω απ’ το Χολεβέικο μαντρί που λοξά οδηγούσε στο Πυργάκι, και το κέντρο του στα Λυκομούρσια.
Πιο κάτω απ’ τα χωράφια με το τριφύλλι άρχιζαν τα χωράφια με τα καλαμπόκια, και εναλλάσσονταν πάλι με τριφυλλοχώραφα μέχρι τις Φακές. Στα χωράφια με το καλαμπόκι εκεί δίπλα στου «Κουτσού τον άμπλα» η θειά η Βασίλω είχε το δικό της χωράφι και με τις ξαδερφάδες όποτε κατεβαίναμε ανάβαμε μια φωτιά από κλάρες πουρναρίσιες εκεί στα ριζά και ψήναμε καλαμπόκια, και σαν διψάγαμε κατεβαίναμε από κάτω να πιούμε παγωμένο νερό απ’ την πηγή.

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Κατηφορίζοντας στ' αμπέλια..

Κατηφορίζοντας την πλατεία στο χωματόδρομο που ελικοειδώς έφτανε λίγο πάνω απ την εκκλησία οι επιλογές ήταν δύο, η κάθοδος κατευθείαν και η πορεία προς την κάτω βρύση και η στράτα για την Αγία Κυριακή.
Πήραμε τον κατήφορο μιας και η ορμή είχε το στόχο της κάτω στη ρεματιά. Η παράκαμψη του νεκροταφείου που άδικα έφερνε σε μερικούς φόβο, συνέχιζε τη στράτα προς τα αμπέλια. Το νεκροταφείο, βρίσκονταν αριστερά καθώς κατεβαίναμε ήσυχο ειρηνικό έκρυβε μέσα του την ιστορία μας, όλους εκείνους που μας γέννησαν και σαν ήρθε η ώρα τους έπεσαν στον αιώνιο ύπνο περιμένοντας κάθε τόσο κάποιον που θα τους έφερνε νέα.
Δεν νιώθαμε φόβο στο πέρασμά του μιας και τις πιο πολλές φορές περνάγαμε κι ανάβαμε ένα κερί σε κάποιο δικό μας που η θύμησή του συγκίνηση μας έφερνε και όχι φόβο.
Κατεβαίνοντας φτάναμε στ’ αμπέλια. Εκεί κάπου ανάμεσα στα δύο ρέματα εκεί που άρχιζε μια μικρή πλαγιά με ντούσικα, βρίσκονταν  ένα αμπέλι στην είσοδο του οποίου υπήρχε μια θεόρατη αμυγδαλιά.
Τ’ απόγευμα εκείνο ήμασταν τρείς οι οδοιπόροι που κινήσαμε κουβεντιάζοντας και γελώντας, και σαν φτάσαμε στο σταυροδρόμι  εκεί που δύο λεύκες το προσδιόριζαν είπαμε να κάνουμε μια παράκαμψη και να κατέβουμε στη ρεματιά απ΄τ' αμπέλια. Παίρνοντας το δρομάκι που οδηγούσε εκεί δεξιά κι αριστερά οι αμπουριές κλειστές εμπόδιζαν την είσοδο μέχρι που φτάσαμε σ’ ένα πλάτωμα μια λάκκα τριγυρισμένη από αμπέλια. Εκεί λοιπόν μια θεόρατη μυγδαλιά γεμάτη μύγδαλα με πράσινο ακόμη κέλυφος , όμως μεστωμένο περιεχόμενο. Ρίξαμε μια πέτρα πέσαν μερικά τα σπάσαμε ήταν γλύκισμα.
Ανεβήκαμε δυό απάνω και άρχισε η συλλογή. Μάλλον τα μαζέψαμε όλα.
Κάτσαμε χάμω. Το καλοκαιριάτικο απόγευμα με μια μαγεία δύσκολα να την περιγράψει κάποιος μόνο να την νοιώσει. Η συντροφιά με γέλια με κέφι γεμάτη ζωντάνια, ο χώρος ανοιχτός, η λάκα φιλόξενη το θέαμα των αμπελιών και τα ντούσικα που τα περιέβαλαν μοναδικό. Βρήκαμε μια πέτρα επίπεδη και αρχίσαμε να σπάμε τα μύγδαλα. Τρώγοντας μαζεύοντας και  πειράζοντας ο ένας τον άλλο  γεμίσαμε μια ζακέτα και πήραμε τον κατήφορο.

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Ο δρόμος προς τον Κάναλο..

Ο κάναλος λοιπόν μας έδινε ένα από τους αγαπημένους μας προορισμούς. Μας έδινε πολλές επιλογές η πρόσβασή του και ήταν πάντα διαθέσιμη σε πρώτη ζήτηση η διαδρομή αυτή,  ή σαν συνέχεια μιας άλλης μακρύτερης ή με τελικό προορισμό την πηγή. Πολλά πρωινά όταν η μέρα προμηνύονταν  ζεστή αποφασίζαμε να περάσουμε το πρωινό μας στον Κάναλο παίρνοντας μαζί και ένα φτωχικό γεύμα με λίγο ψωμί και λίγο τυρί τυλιγμένα στην καρώ γαλάζια και άσπρη πετσέτα και καλά τοποθετημένα μέσα στην υφαντή μαρούδα, ένα κύπελλο για το νερό και ότι αυτοσχέδιο παιχνίδι μπορούσαμε να κουβαλήσουμε. Αν και θα φτιάχναμε παιχνίδια από ότι βρίσκονταν τριγύρω από την πηγή. Κρεμάγαμε την μαρούδα στην πουρνάρα που έστεκε δίπλα στην πηγή δίνοντάς μας ευχέρεια να απομακρυνθούμε καθώς σε λίγη ώρα τα κοπάδια που έβοσκαν στις παρυφές του βουνού θα έρχονταν να πιούν νερό και αν εύρισκαν τη μαρούδα εκτεθειμένη θα την έψαχναν οπωσδήποτε.  Ο κάναλος ήταν και μια από τις αγαπημένες τοποθεσίες που οι συνομήλικοί μας, έφερναν τα ζυγούρια να τα βοσκήσουν, κι έτσι συνεννοούμασταν από βραδίς και ανταμώναμε ή συμπορευόμασταν με τους μικρούς ποιμένες προς την πηγή όπου θα συνδυάζαμε το παιχνίδι κι εκείνοι τη δουλειά τους. Έπρεπε να φυλάνε και να εμποδίζουν την πρόσβαση στα χωράφια με τα τριφύλλια και τους κήπους, άλλοτε καταφέρνοντάς, άλλοτε όχι. Η συνέχεια προς τα παλιοχώραφα προς τα έλατα προς τη βρωμόγουρνα ή ανάποδα προς τις καθίστρες έδιναν πολλαπλές επιλογές στους μικρούς εξερευνητές που νοιώθαμε σπουδαίοι ανακαλύπτοντας και καταγράφοντας τις πορείες σε μέρη μυστηριακά που ήταν όνειρα και στόχοι, σχέδια που κράταγαν ολόκληρο χρόνο και σχεδιάζονταν με προσοχή, ψάχνοντας πάντα συνοδοιπόρους. Και πάντα βρίσκονταν συνοδοιπόροι πρόθυμοι να πορευθούν σε κοινές πορείες, αναζητώντας το άγνωστο λίγο έξω ή λίγο πιο πέρα απ’ την πλατεία του χωριού, το χωμάτινο αυτό χώρο, κάτω απ’ τα μεγάλα πλατάνια που ήταν ο τόπος συνάντησης το σημείο αναχώρησης και επιστροφής γιά κάθε δραστηριότητα.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Ο δρόμος προς τον Κάναλο

Η κάθοδος προς τη βρύση γίνονταν μέσα από χωράφια γεμάτα πέτρες που κάποια εποχή μακρινή ίσως ήταν φυτεμένα σιτάρι όπως και όλα τα χωράφια που κατέβαιναν σκαλωτά και καλά περιφραγμένα προς τους αμπούλους.
Η Τρίτη διαδρομή ήταν κατηφορική και έβγαζε σε μια κατολίσθηση μια σάρα με κοκκινόχωμα που ήταν αδύνατο να την κατέβει κανείς με οποιoδήποτε τρόπο εκτός από τσουλήθρα. Αυτή ήταν και η αγαπημένη μας τοποθεσία όπου απολαμβάναμε το πολύ αγαπητό στους πιτσιρικάδες σπορ την τσουλήθρας. Αν και έλειπαν τα όργανα που οι σύγχρονοι παιδότοποι διαθέτουν τα δικά μας εκείνα χρόνια όλα τα εξελιγμένα σήμερα όργανα είχαν τους προγόνους τους στα πρωτόγονα δικά μας παιχνίδια ένα απ’ τα οποία ήταν και η τσουλήθρα. Η πλαγιά εκείνη προϊόν πιθανότατα μιας κατολίσθησης άφηνε ένα κοίλωμα με κατακόκκινο λεπτό χώμα που επέτρεπε ένα άνετο ολίσθημα που ήθελε βέβαια ιδιαίτερες ικανότητες για να φρενάρεις και να μην πέσεις κατρακυλώντας στις πουρνάρες και στα κοτρόνια που έστεκαν στην άκρη της πλαγιάς. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε ένα από τα πιο αγαπητά μέρη της συμμορίας μας τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα. Παντελόνια σκίστηκαν, γόνατα γρατζουνίστηκαν κεφάλια άνοιξαν, μούτρα ιδροκοπημένα έμοιαζαν με ινδιάνους καθώς το κοκκινόχωμα μας έκανε κατακόκκινους και με το χαμόγελο της ικανοποίησης στα χείλη επιστρέφαμε σπίτι χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε τις συνέπειες από την γιαγιά. Τα χρόνια εκείνα πριν περάσει μήνας στο χωριό μέναμε από ρούχα καθώς οι καθημερινές μας περιπέτειες είχαν σημαντικότατες φθορές σε υλικό.
Εκεί δε που οι απώλειες ήταν σημαντικές ήταν οι απόπειρες να πάμε στο ποτάμι για ψάρεμα. Γι αυτά όμως θα μιλήσουμε αργότερα.
(3)

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Ο δρόμος προς τον Κάναλο

Ο άλλος δρόμος για τον Κάναλο ήταν ο πιο δύσκολος εκείνος που προορίζονταν για πιο εκπαιδευμένους γιατί απαιτούσε καλή σχέση με την πλαγιά που ήταν σκεπασμένη με τα πουρναρόφυλλα που λειτουργούσαν σαν τσουλήθρα καθώς το ένα γλίσταργε απάνω στο άλλο όταν το πόδι πάταγε απάνω τους. Βοηθοί στην πορεία εκείνη ήταν τα δέντρα. Κορμοί από ψηλές πουρνάρες που στην προσπάθειά τους να φτάσουν ψηλά να δείξουν τα φύλλα τους στον ήλιο δεν κατάφερναν να έχουν ίσιο κορμό πάντοτε και έφτιαχναν διάφορα σχήματα, καμπούρες, γωνίες μικρές κουφάλες ρίζες έξω απ’ το χώμα κορμοί λεπτοί τραχείς, πιο μεγάλοι με μικρά παρακλάδια που εμπόδιζαν την πορεία. Στις ρίζες τους φαίνονταν μικρές ομάδες θύσανοι από ρίγανη με το πιπεράτο μοναδικό άρωμά τους που το άφηναν ελεύθερο να συνθέτει μαζί με τις άλλες μυρουδιές από τα άλλα βότανα τη μυρουδιά που χαρακτήριζε το δάσος με τις ψηλές πουρνάρες. Κι η μυρουδιά αυτή έπαιρνε δύναμη απ’ τη βροχή που όση κατάφερνε να περάσει το πυκνό φράγμα απ’ τις πουρνάρες, έβρεχε τα ταπεινά απομεινάρια της αέναης φθοράς βγάζοντας το άρωμα της ζωής και στέλνοντάς το με τις ριπές του αέρα τριγύρω παντού. Το κάθε δάσος είχε τη δική του οσμή όπως είχε και τους δικούς του κατοίκους, σε μας τους καλοκαιριάτικους ταξιδευτές όλα έμοιαζαν παραμυθένια καθώς μπαίναμε στα πρώτα δέντρα και με ένα μικρό σφίξιμο προσδοκούσαμε το τέλος οδοιπορώντας στο άγνωστο. Ανάκατες αγριορίγανες, κι άλλα βότανα στις παρυφές των δέντρων έφτιαχναν το δάσος. Στα μάτια μας δάσος δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι μόνο οι πουρνάρες και οι αραιοί μέλεγοι αλλά τα μικρά αυτά ταπεινά βότανα που συντρόφευαν τα βήματα πάνω στα πουρναρόφυλλα. Η αρχή της πορείας ήταν οι Γούρνες. Περπατώντας προς τ' απάνω  περνώντας τον κήπο της θείας της Μητρούλας δύο θεόρατες βελανιδιές  ήταν η είσοδος στο δάσος. Περπατώντας σε οριζόντια πορεία βάζαμε στόχο το τέλος της ανηφόρας του κανονικού δρόμου. Πιο πάνω με πορεία ανηφορική βγαίναμε στη βαθειά λάκκα ένα μέρος απίστευτης φυσικής σχεδίασης που έμοιαζε με προστατευμένο χώρο. Τριγύρω πέτρες σχημάτιζαν εξέδρα και μέσα το γήπεδο. Στεκόμουν στην άκρη και κοίταζα το χωράφι. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι ήταν εκείνο που η φύση έφτιαξε, κι οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο και την πολύ σκληρή δουλειά στην προσπάθειά τους να πάρουν ότι καλύτερο μπορούσε να τους δώσει.
(2)

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Ο δρόμος προς τον Κάναλο

Ο δρόμος προς τον Κάναλο ήταν εκείνος που ξεκίναγε από τη βρύση παρέκαμπτε το ρέμα και συνέχιζε ανηφορικά ανάμεσα από τις ψηλές πουρνάρες μέχρι το κοτρώνι στη άκρη στο ύψωμα εκεί που απέναντί του βρίσκονταν το εικονισματάκι κάποιας άγιας πριν ο μικρός ανήφορος μας οδηγήσει στη μικρή ταπεινή βρυσούλα κάτω απ’ τις τεράστιες λεύκες που γέμιζε με νερό τη χωματένια γούρνα στην άκρη του δρόμου. Μόλις φτάναμε ένα σωρό βατραχάκια άφηναν τον ήλιο και πήδαγαν τρομαγμένα στο νερό. Από κάτω ή «αμπουριά» φτιαγμένη με κλάρες που στηρίζονταν σε μικρούς ροζιασμένους κορμούς από κέδρο δεμένους μεταξύ τους ώσπου να φτιάξουν το περίγραμμα της πόρτας. Με το νερό της Γούρνας ποτίζονταν τα κήπια που καλά τοποθετημένα επάλληλα το ένα κάτω απ’ το άλλο είχαν άλλοτε τριφύλλια άλλοτε φασολιές, άλλοτε πατάτες άλλοτε καλαμπόκια άλλοτε άλλα φυτά που θα πρόσφεραν στους ιδιοκτήτες τους τις σοδειές τους για να πορευτούν τους δύσκολους μήνες του χρόνου. Και τα χωράφια αυτά κατέβαιναν μέχρι το δρόμο που ανηφόριζε προς τη Βρωμόγουρνα. Ένα μικρό πεζουλάκι για να σταθείς και ένα παλιό κονσερβοκούτι ήταν το σκεύος που υπήρχε για να βοηθήσει τον επισκέπτη να πιεί απ’ το παγωμένο νερό της πηγής. Ο δρόμος  συνέχιζε προς τα πάνω ανεβαίνοντας στον κοκκινόβραχο και στην συνέχεια προς την κλεισούρα. Πολύ νωρίς να σκεφτεί κανείς την άνοδο στα μαγικά εκείνα μέρη που για πολλά χρόνια ήταν ο σκοπός και το όνειρο, ο στόχος και η δικαίωση. Πόσο ζηλεύαμε τους μικρούς μας φίλους που ανεβοκατέβαιναν το βουνό που πήγαιναν στα κοπάδια των γονιών τους που διανυχτέρευαν σκεπασμένοι με τις κάπες τους στα πέτρινα καλύβια σε θερμοκρασίες χειμωνιάτικες,  ζώντας την απόλυτη ελευθερία. Κι όταν γύριζαν με αλαζονικό ύφος μας έκαναν να ζηλεύουμε και μας υπόσχονταν άπειρες δράσεις στη ζωή στα κορφοβούνια στην τέλεια ελευθερία, όπως φάνταζε στις παιδικές μας ψυχές. Γι αυτά όμως θα μιλήσουμε μια άλλη στιγμή.

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Προς τις Γούρνες...

Ο δρόμος προς τη γούρνα έστριβε μετά απ’ το σπίτι με τα χαλάσματα αφήνοντας προς τα πάνω ένα πυκνό μυστηριώδες προκλητικό δάσος από πουρνάρες μεγάλες που έφτανε μέχρι τις καθίστρες, και ήταν ο επόμενος δρόμος που θα έπαιρνα, όμως μόνος μου φοβόμουν να τολμήσω. Προς τη γούρνα όλα ήταν ανοιχτά και καθαρά. Προς τα απάνω ένας μικρός χαλιάς από πέτρες ομαλές σε άπειρα μεγέθη και σχήματα ήταν ο τελευταίος σχηματισμός πριν απ’ τη γούρνα. Η πρώτη επιθεώρηση ήταν πάντα και η πιο εντυπωσιακή. Φτάνοντας στην παρυφή της μικρά και μεγάλα βατράχια σαλτάριζαν μέσα στο γκριζογάλανο νερό της που η επιφάνειά του διαταράσσονταν από τους κύκλους που έκανε το νερό που έπεφτε μέσα καθώς έρχονταν απ’ την πηγή.
Εν ψηλό ημικυκλικό δέμα προστάτευε το χώρο από την πτώση του υλικού της πλαγιάς. Το μικρό αυλάκι που οδηγούσε το νερό στη γούρνα με έφερνε στην πηγή. Σταχτοπράσινες πέτρες μαλακές έκρυβαν ένα μικρό θαύμα. Έκρυβαν τη δίοδο από το χώμα του νερού που μαζεύονταν στις λεκάνες μέσα στα σπλάχνα του βουνού σταγόνα σταγόνα απ΄τα χιόνια του χειμώνα και τις βροχές και πεντακάθαρο κρύο ζωογόνο έρχονταν στην επιφάνεια κάνοντας τον αιώνιο κύκλο του τροφοδοτώντας τη ζωή και διατηρώντας τη.
Πέρα απ’ την πηγή προς τη μαζιά ένας πανέμορφος κήπος της θειάς της Μητρούλας απλώνονταν στην πλαγιά με τα δέντρα του τις φασολιές του τις κολοκυθιές. Μια μικρή όαση δίπλα στο δάσος της πλαγιάς που συνέχιζε προς τον Κάναλο.   

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Προς τις Γούρνες...

Ανεβαίνοντας πιο πάνω μερικά μικρούλια ελατάκια έδειχναν πως το δάσος ήταν εδώ και κατέβαινε να πάρει το φυσικό του χώρο αντιπαλεύοντας την αδηφάγο ορμή απ΄τα γίδια που δεν επέτρεπαν στα μικρά πανέμορφα αυτά δεντράκια να αναπτυχθούν και να ζήσουν. Δεξιά ο μέλεγος απ΄ όπου η γιαγιά έκοβε κλαδιά για να πάρει το μαύρο χρώμα τους όταν τα έβραζε στο νερό στο ζεματοκάκκαβο. Όμορφο δέντρο με κομψή φιγούρα ντελικάτο θρόιζε απαλά στο αεράκι της πλαγιάς. Δυο αγριοκορομηλιές ανάμεσα στα πουρνάρια με μικρά πράσινα κορόμηλα απροσπέλαστα, μια μεγάλη αγριοτριανταφυλλιά, και μια αγριομηλιά με μικρά πράσινα στυφά μήλα με μυρουδιά όμως που προκαλούσε τη γεύση. Όλα τούτα μαζί με μια συκιά και μια αγκορτσά που έστεκε ψηλά στ’ αλωνάκι που ήταν τα χαλάσματα από ένα παλιό σπίτι ήταν τα δώρα απ’ τα πουλιά που τρώγοντας τους καρπούς έφερναν τα κουκούτσια και τα άφηναν πυρήνες μιας νέας άναρχης μα σωστά δομημένης ζωής, μιας ζωής που είχε χώρο για όλα.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Προς τις Γούρνες...

Μια γριούλα μόνη της αντιμέτωπη με τη ζωή σε ένα σπίτι μικρό που έμπαιναν οι καιροί από παντού με ένα μικρό τζάκι και λίγα σκληρά ρούχα σε μια πορεία ζωής ακατανόητη στα παιδικά μάτια και ακόμη περισσότερο σήμερα που με την απόσταση των χρόνων που πέρασαν η θύμηση αυτή μου φέρνει ένα κόμπο συγκίνησης για τον άνθρωπο τη ζωή τη μοναξιά την επιβίωση.
Όλα αυτά γρήγορα χάνονταν καθώς οι σκέψεις και οι προτεραιότητες άλλα είχαν. Ο ανήφορος μέχρι τις Γούρνες ήταν η πρώτη απ’ όλες τις διαδρομές παρόλο το φόβο της γιαγιάς μη πέσουμε μέσα.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Προς τις Γούρνες...

Πάνω απ΄τον αχυρώνα η πλακολιθιά κίτρινη από μαλακή πέτρα που τρίβονταν εύκολα στο πάτημα, έκανε μικρά τριγωνικά σκαλοπάτια σε διάφορα μεγέθη. Τα πιό βαθειά ήταν γεμισμένα με πουρναρόφυλλα τα πιο ρηχά δεν μπορούσαν να τα κρατήσουν επειδή ο αέρας τα σκούπιζε. Οι βαθιές εσοχές ήταν τα πατήματα τα ορειβατικά που τα χρησιμοποιούσα για να ανέβω στη ραχούλα εκεί που μια πιο μεγάλη πέτρα ομοίωμα της πλαγιάς σκεπαζόταν η μισή από ένα κοντοπούρναρο κι άλλη μισή απάγκιαζε κι έτσι έδινε χώρο να μαζευτούν εκτός από τα πουρναρόφυλλα και μερικά βελάνια ξερά. Η ματιά προς τα βορινά αγκάλιαζε τη μαζιά πάνω απ’ τα σπίτια που ήταν πέρα απ’ το ρέμα που κατέβαινε από τις γούρνες πέρναγε από τη βρύση και κατέβαινε στο παλιό τυροκομείο στη μεγάλη καρυδιά την Καραϊνέϊκη και τις λεύκες που την πλαισίωναν.
Η μικρή στράτα προς τις γούρνες πέρναγε απ’ το σπίτι της θειάς της Αλέξαινας που ζούσε μοναχή της σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι πάνω απ’ το πραγκέϊκο γιούρτι, που είχε μια μικρή μπροστινή αυλή και ένα δρομάκι που έβγαινε στο μικρό αλωνάκι με την απεριόριστη θέα. Η επίσκεψη στη μεριά αυτή πάντα έφερνε κάποιο φόβο καθώς βλέπαμε μια γριούλα να εμφανίζεται απ’ το πουθενά κοντανασαίνοντας και μας λαχτάριζε, μέχρι να συνηθίσουμε εμείς οι εισβολείς που χαλάγαμε την απέραντη ησυχία της γριούλας πως εμείς ήμασταν απρόσκλητοι επισκέπτες στη μικρή ειρηνική της επικράτεια.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011